δαμασιφρων

δαμασιφρων
    δαμασίφρων
    δᾰμᾰσί-φρων
    2, gen. ονος смиряющий души
    

(χρυσός Pind.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "δαμασιφρων" в других словарях:

  • δαμασίφρων — ( ονος), ον (Α) αυτός που δαμάζει ή υποτάσσει την ψυχή («δαμασίφρων χρυσός»). [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμασι , από τον αόρ. εδάμασα τού ρ. δάμνημι* + φρων < φρην. (Για τον σχηματισμό πρβλ. βροντησικέραυνος, βωτιάνειρα, τερψίμβροτος κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • δαμασίφρων — heart subduing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαμασίφρονα — δαμασίφρων heart subduing neut nom/voc/acc pl δαμασίφρων heart subduing masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»